Η Πολιτική
ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΡΩΤΑ ΤΟΝ ΜΠΑΜΠΑ ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ. Ο ΜΠΑΜΠΑΣ ΤΟΥ ΑΠΑΝΤΑ: ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΣΑΝ ΤΗΝ ΔΙΚΙΑ MAΣ. Η ΜΑΜΑ ΕΙΝΑΙ Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ. Ο ΜΠΑΜΠΑΣ ΔΗΛΑΔΗ ΕΓΩ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ. ΕΣΥ ΕΙΣΑΙ Η ΚΟΙΝΗ ΓΝΩΜΗ ΚΑΙ ΤΟ ΜΩΡΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΟΥ ΕΘΝΟΥΣ. ΠΗΓΑΙΝΕ ΓΙΑ ΥΠΝΟ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΩΙ ΜΟΥ ΛΕΣ ΤΙ ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ.
ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΚΟΙΜΗΘΕΙ ΑΠΟ ΤΙΣ ΣΚΕΨΕΙΣ. ΣΕ ΚΑΠΟΙΑ ΣΤΙΓΜΗ ΑΚΟΥΕΙ ΤΟ ΜΩΡΟ ΝΑ ΚΛΑΙΕΙ. ΠΑΕΙ ΝΑ ΔΕΙ ΚΑΙ ΒΛΕΠΕΙ ΠΩΣ ΤΟ ΜΩΡΟ ΕΙΧΕ ΛΕΡΩΘΕΙ. ΠΑΕΙ ΝΑ ΞΥΠΝΗΣΕΙ ΤΗ ΜΑΜΑ ΤΟΥ.
ΠΗΓΑΙΝΟΝΤΑΣ ΒΛΕΠΕΙ ΦΩΣ ΣΤΟ ΔΩΜΑΤΙΟ ΤΗΣ ΥΠΗΡΕΤΡΙΑΣ.
ΚΟΙΤΑΖΕΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΛΕΙΔΑΡΟΤΡΥΠΑ ΚΑΙ ΒΛΕΠΕΙ ΤΟΝ ΜΠΑΜΠΑ ΤΟΥ ΜΕ ΤΗ ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ ΑΓΚΑΛΙΑ. ΝΤΡΕΠΕΤΑΙ ΝΑ ΕΝΟΧΛΗΣΕΙ ΤΟΝ ΜΠΑΜΠΑ ΤΟΥ. ΟΜΩΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΞΥΠΝΗΣΕΙ ΤΗΝ ΜΑΜΑ ΤΟΥ ΓΙΑ ΝΑ ΑΛΛΑΞΕΙ ΤΟ ΜΩΡΟ.
ΜΙΑΣ ΚΑΙ ΔΕ ΞΕΡΕΙ ΤΙ ΝΑ ΚΑΝΕΙ ΠΑΕΙ ΓΙΑ ΥΠΝΟ. ΕΡΧΕΤΑΙ ΤΟ ΠΡΩΙ ΚΑΙ Ο ΜΠΑΜΠΑΣ ΡΩΤΑ ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΤΙ ΚΑΤΑΛΑΒΕ.
ΤΟΥ ΑΠΑΝΤΑ ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΠΩΣ ΟΤΑΝ Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΚΟΙΜΑΤΑΙ ΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΗΔΑΕΙ ΤΗΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΤΑΞΗ, Η ΚΟΙΝΗ ΓΝΩΜΗ ΑΔΙΑΦΟΡΕΙ ΚΑΙ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ ΒΥΘΙΖΕΤΑΙ ΣΤΑ ΣΚΑΤΑ.
Πως καταλαβαίνουν αν η γυναίκα τους είναι άπιστη
Είναι τρεις φίλοι που συναντιούνται μετά από χρόνια, ένας γερμανός, ένας γάλλος κι ένας έλληνας και συζητάνε για το πως καταλαβαίνουν αν η γυναίκα τους τους απατάει.
Ο γερμανός λέει:
- Αν με απατήσει η γυναίκα μου την καταλαβαίνω αμέσως. Μπαίνω στο σπίτι το βράδυ, της ρίχνω μια ματιά και την κόβω κατευθείαν, είναι φως φανάρι. Δεν της λέω τίποτα, πηγαίνω στην αποθήκη, παίρνω το ρόπαλο, ανεβαίνω στο
σπίτι, την κάνω τόπι στο ξύλο και στο τέλος μου τα ομολογεί όλα!
Λέει ο γάλλος:
- Δεν ντρέπεσαι ρε βάρβαρε να κάνεις τέτοια πράγματα. Στη Γαλλία είναι διαφορετικά τα πράγματα. Ακούστε να δείτε. Αν με απατήσει η γυναίκα μου την καταλαβαίνω αμέσως. Μπαίνω στο σπίτι το βράδυ, της ρίχνω μια ματιά
και την κόβω κατευθείαν, είναι φως φανάρι. Δεν της λέω τίποτα, την παίρνω, την πηγαίνω μια βόλτα στο Σηκουάνα, μετά δείπνο ρομαντικό στην Μονμάρτη, κεριά,
κρασιά, ιστορίες, της πιάνω το χέρι και μου τα ομολογεί όλα!
Ο Έλληνας έχει πέσει κάτω από τα γέλια:
- Καλά, είστε πολύ μαλάκες και οι δύο σας. Στην Ελλάδα είναι πολύ πιο απλά τα πράγματα. Μπαίνω στο σπίτι το βράδυ, της ρίχνω μια ματιά και την κόβω κατευθείαν, είναι φως φανάρι. Δεν της λέω τίποτα, βγαίνω στο μπαλκόνι ήρεμος και βλέπω απέναντι τη γειτόνισσα, την κυρά Μαρία. Της φωνάζω 'Γεια σου μωρή πουτάνα Μαρία!'.
Αυτή γυρνάει και μου λέει 'Εγώ πουτάνα; Η γυναίκα σου είναι πουτάνα που πηδιέται με τον Κώστα, τον Μήτσο, τον Τάκη...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου